Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θάκησις — θάκησις, ή (Α) [θακώ] το να κάθεται κάποιος, το κάθισμα … Dictionary of Greek
θάκησιν — θάκησις means of sitting fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)